- φλεγόμενα
- φλέγωburnpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλεγομένας — φλεγομένᾱς , φλέγω burn pres part mp fem acc pl φλεγομένᾱς , φλέγω burn pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγόμεν' — φλεγόμενα , φλέγω burn pres part mp neut nom/voc/acc pl φλεγόμενε , φλέγω burn pres part mp masc voc sg φλεγόμεναι , φλέγω burn pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίβολος — ο / περίβολος, ον, ΝΜΑ [περιβάλλω] νεοελλ. αρχ. το αρσ. ως ουσ. 1. τείχισμα χτισμένο για να περιορίζει μια έκταση γης, φράγμα ή τοίχος που περικλείει έναν χώρο, περιτοίχισμα 2. περιφραγμένος χώρος, κλεισμένος ολόγυρα χώρος, μάντρα 3. οχύρωμα γύρω … Dictionary of Greek
σκυταλίδα — η / σκυταλίς, ίδος, ΝΑ υποκορ. νεοελλ. ναυτ. φωτοβολίδα που έχει διάφορα χρώματα και η οποία ρίχνεται ψηλά με σωλήνα για την μεταβίβαση μηνύματος ή για την σήμανση τη νύχτα, στη διάρκεια γυμνασίων ή πολεμικών επιχειρήσεων αρχ. 1. μικρό ραβδί ή… … Dictionary of Greek